Ένας εργάτης αναρωτιέται διαβάζοντας
Τις Θήβες ποιος με τις εφτά τους πύλες έχει χτίσει;
Μες στα βιβλία δεν αναφέρονται παρά
βασιλιάδων ονόματα μοναχά.
Οι βασιλιάδες είχανε τις πέτρες κουβαλήσει;
Την πόλη Βαβυλώνα που τόσο συχνά
καταστρεφόταν ποιος την έχτιζε κάθε φορά;
Στη χρυσωμένη πολιτεία της Λίμας όπου ζούσαν
οι οικοδόμοι της, σε ποια
σπίτια της κατοικούσαν;
Κι όταν προς το βράδυ
το Σινικό ετελείωσε τείχος κ’ οι χτίστες φύγαν
πού πήγαν;
Ποιος τις αψίδες του θριάμβου ακόμη
έχτισε στη μεγάλη Ρώμη;
Οι Καίσαρες θριαμβέψανε. Εναντίον ποιου;
και το Βυζάντιο το πολυτραγουδισμένο
παλάτια για όλους τους κατοίκους του είχε παντού;
Τη νύχτα που η μυθική βούλιαζεν Ατλαντίδα
στο στόμα του νερού παραδομένη
με δυνατές φωνές τους σκλάβους τους
γυρεύαν οι πνιγμένοι.
Ο νεαρός Αλέξανδρος κατάχτησε τις Ινδίες.
Μόνος του; Όλα τάκοψε με το σπαθί του;
Ο Καίσαρας ενίκησε τους Γαλάτες.
Δεν είχε μάγειρα μαζί του;
Ο Φίλιππος της Ισπανίας έκλαψε πολύ
όταν ο στόλος του βυθίστηκε. Δεν έκλαψε άλλος κανείς;
Κέρδισε τον επταετή πόλεμο ο Φρειδερίκος
ο δεύτερος. Κανένας άλλος;
Κάθε σελίδα και μια νίκη. Αλλά κατόπιν ποιος
τα πλούσια ετοίμαζε συμπόσια κ’ έφερνε
στους καλεσμένους το πιοτό; Ένας άντρας μεγάλος
κάθε δεκαετία. Τα έξοδά του
τα πλήρωνε ποιος;
Πόσα πολλά ιστορήματα.
Πόσα πολλά ερωτήματα!